- πολύναστος
- και πολύνηστος, -ον, Α1. αυτός που σχηματίζει μεγάλο σωρό, συσσωρευμένος2. (κυρίως ο τ. πολύναστος και ιδίως για εδέσματα) πολύ συμπυκνωμένος, περιεκτικός, θρεπτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ναστός «συμπυκνωμένος, πλήρης» (< νάσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.